Τα δικαιοπολιτικά όρια του φορολογικού ποινικού δικαίου
(Η από 14.03.2015 εισήγηση στο 5Ο Συνέδριο της Ε.Α.Ν.Δ.Α. με θέμα ''Επίκαιρα Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου'')
Δεν πρόκειται να σας κάνω διάλεξη ούτε να διατυπώσω εισήγηση για το φορολογικό ποινικό δίκαιο. Αυτό θα μπορούσε να ΄ταν αντικείμενο μιας ξεχωριστής ημερίδας.
Δεν πρόκειται να σας αναλύσω τις βασικές ποινικές διατάξεις που προβλέπουν τις ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις φορολογικές υποχρεώσεις μας.
Με ενδιαφέρουν τα δικαιοπολιτικά όρια παρέμβασης του φορολογικού ποινικού νομοθέτη και οι βασικοί κανόνες, καθώς και τα όρια στην εφαρμογή των φορολογικών ποινικών διατάξεων από το δικαστή.
Οπωσδήποτε, το Σύνταγμα περιέχει βασικές διατάξεις που εμπνέουν ή καθοδηγούν ή και περιορίζουν τον φορολογικό νομοθέτη.
ü Σπουδαία είναι η διάταξη της αρχής της νομιμότητας. Δεν μπορεί να επιβληθεί φόρος με ουσιαστικό νόμο. Απαιτείται πάντοτε τυπικός νόμος. Ούτε η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση έχει τη δυνατότητα να επιβάλει φορολογικά βάρη. Βέβαια, έχουν κριθεί συνταγματικές οι πράξεις της διοίκησης με τις οποίες καθορίζεται το ποσοστό καθαρού κέρδους σε ορισμένες δραστηριότητες.
ü Σπουδαία είναι και η αρχή της μη αναδρομικότητας της επιβολής φορολογικών βαρών.
ü Προσωπικά, θεωρώ ως κορυφαία τη διάταξη της ισότητας. Το ίδιο το Σύνταγμα (4 παρ.5) διευκρινίζει το περιεχόμενο της αρχής αυτής ''Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους''. Έτσι νομιμοποιείται στο πλαίσιο της αρχής της ισότητας και η προοδευτική φορολόγηση του εισοδήματος. Κρίσιμες είναι και άλλες τρεις συνταγματικές διατάξεις:
ü Η αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (2 παρ.1). Ο άνθρωπος είναι σκοπός του πολιτεύματος και όχι μέσο.
ü Η διάταξη του άρθρου 7, όπως βελτιώθηκε με τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 1975. ''Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της.''
ü Έχει αξιοποιηθεί επίσης μέχρι σήμερα, χωρίς να έχουν εξαντληθεί τα ερμηνευτικά της όρια και τα όρια εφαρμογής της, η διάταξη του άρθρου 25 παρ 1γ΄. ''Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.''
Αν αυτό είναι το πλαίσιο στη διαμόρφωση των κανόνων του φορολογικού δικαίου (οπωσδήποτε δεν εξαντλώ τις αρχές που απορρέουν από τις πιο πάνω διατάξεις) τότε οφείλω να προβώ σε ορισμένες διαπιστώσεις για να αναζητήσω τα δικαιοπολιτικά όρια της φορολογικής ποινικής δικαιοσύνης.
Πρώτη διαπίστωση: Η έκταση της φοροδιαφυγής και η καλλιέργεια της φοροαποφυγής στη χώρα μας έχει τρομακτικές διαστάσεις. Θα σας δώσω ορισμένα στοιχεία. Η παραοικονομία αποτελεί το 1/3 της συνολικής οικονομικής μας δραστηριότητας. Αυτό το κομμάτι δεν λαμβάνεται υπόψη στον επιμερισμό των φορολογικών βαρών. Κάποιοι από τους συμπολίτες μας μπροστά στο ενδεχόμενο να αναλάβουν, έστω και μικρά ή και ασήμαντα, φορολογικά βάρη αντιδρούν με συμβολική βιαιότητα και, με τον ένα η τον άλλον τρόπο, φοροαποφεύγουν. Και, μια και η ομορφιά του αργολικού τοπίου δεν αποτρέπει τον ειλικρινή στοχασμό, θα σας αναφέρω τα αποτελέσματα μιας διεθνούς έρευνας που διεξήχθη στην αρχή αυτής της θηριώδους οικονομικής και ιδεολογικής κρίσης. Για τη φοροδιαφυγή των ελευθέρων επαγγελματιών. Οι ερευνητές πήραν υπόψη τους το ετήσιο ποσό καταβολής των τοκοχρεολυσίων που καταβάλαμε εμείς, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, στο πλαίσιο στεγαστικών δανείων που είχαμε προηγουμένως λάβει. Θεώρησαν οι ερευνητές ότι προφανώς είχαμε πραγματικό εισόδημα στο ίδιο έτος που υπερβαίνει ή, τουλάχιστον, είναι ίσο με το ποσό που καταβάλαμε στις τράπεζες. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό. Έπρεπε να είχαμε δηλώσει ετήσιο εισόδημα τουλάχιστον τριάντα και δις ευρώ ενώ είχαμε δηλώσει τελικά εισόδημα δισεκατομμυρίων που μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Η δεύτερη διαπίστωση: Η αναζήτηση του αληθούς μεγέθους του εισοδήματος προς φορολόγηση διεξάγεται από έναν ανεπαρκή φορολογικό μηχανισμό που αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού του. Δεν αναφέρομαι στα φαινόμενα διαφθοράς - που δεν είναι ελάχιστα. Η οργάνωση του φορολογικού μηχανισμού έχει τη μορφή της βιοτεχνικής ανάπτυξης.
Η τρίτη διαπίστωση: Η εγκληματικότητα στο χώρο του φορολογικού δικαίου έχει ιδιαιτέρως μεγάλες διαστάσεις. Πολλά από τα κεφάλαια του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα χρησιμοποιούνται από ισχυρούς και μη, επώνυμους και μη, για τη ματαίωση της φορολογικής αξίωσης της Πολιτείας. Δε σας κρύβω ότι υπάρχουν περιπτώσεις εγκληματικής φοροδιαφυγής που το Ελληνικό Δημόσιο ανέχεται ή και αμνηστεύει με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς να εκπέμπει παράλληλα κάποιο παιδαγωγικό και παιδευτικό μήνυμα σε εκείνους που επωφελούνται από τις αμνηστεύσεις αυτές.
Η τέταρτη διαπίστωση: Η φορολογική δικαιοσύνη ασθενεί. Κυρίως γιατί βραδυπορεί. Ουσιαστικά δεν απονέμεται στο χώρο του φορολογικού δικαίου. Δεν αναφέρομαι στην ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων. Διατηρώ ακέραιο το σεβασμό μου στον δικαιοπολιτικό ρόλο του ΣτΕ. Πλην όμως η υπερβολική καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης στο χώρο του φορολογικού δικαίου έχει καταντήσει να είναι εργαλείο στα χέρια εκείνων των συμπολιτών μας που θέλουν να διευρύνουν τα όρια της φοροαποφυγής. Ακόμα και με τη μετάθεση των φορολογικών τους υποχρεώσεων στο μέλλον.
Η πέμπτη διαπίστωση: Στην Ελλάδα ενέσκυψε από τις αρχές του 2008 μία χρηματοπιστωτική κρίση η οποία εξελίχθηκε σε δημοσιονομική, σε πολιτική και ιδεολογική. Δεν είναι ό χώρος για να συζητήσουμε τα αίτια αυτής της κρίσης. Η βασική διαπίστωση είναι πολύ απλή για να έχει τόσο δραματικές συνέπειες. Αντί οι πολιτικοί μας να περιορίσουν τις σπάταλες δαπάνες προχώρησαν στην καταχρηστική χρησιμοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας υπό το πρόσχημα της πάταξης της φοροδιαφυγής και περιορισμού της φοροαποφυγής. Σε όλη την περίοδο της κρίσης έχουν εισαχθεί μερικές εκατοντάδες διατάξεις φορολογικού περιεχομένου και έχουν εκδοθεί πάνω από χίλιες ανά έτος πολυγραφημένες εγκύκλιοι με τις οποίες δήθεν ερμηνεύονται δυσνόητες φορολογικές διατάξεις. Κατ' ουσίαν τίθενται νέοι κανόνες δικαίου που τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής. Ο μηχανισμός του υπουργείου οικονομικών αυτές εφαρμόζει και όχι το νόμο. Με λίγα λόγια επικράτησε ένας θεσμικός πανικός και παροξυσμός στο χώρο της φορολογικής πολιτικής. Αυτό πρέπει να συνδυαστεί με μια συναφή διαπίστωση. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας μπροστά στην αδυναμία του να διαχειριστεί τα δημοσιονομικά προβλήματα χρησιμοποίησε και επικοινωνιακές λογικές σε βάρος βασικών και θεμελιωδών κανόνων και αρχών του πολιτεύματος. Πολύ απλά, η φορολογική ποινική δικαιοσύνη υπέστη έναν απεχθή βιασμό με τη σύγχρονη έννοια του όρου.
Ποια είναι η γκρίζα περιοχή στο χώρο της φορολογικής ποινικής δικαιοσύνης.
Πρώτον: Η περιγραφή και ο προσδιορισμός της φορολογικής υποχρέωσης μέσα από την έκδοση πολλών κανονιστικών πράξεων, πάμπολλων νομοθετικών ρυθμίσεων και εξαιρετικά αμφισβητούμενων φορολογικών θεσμών. Ο ποινικός δικαστής τι περιθώρια έχει; Μπορεί να κηρύξει ένα νόμο αντισυνταγματικό; Μπορεί να θεωρήσει μία αξίωση μη εκκαθαρισμένη; Όχι σπάνια καλείται να κρίνει τη φορολογική ανυπακοή του φορολογούμενου πολίτη για πράξεις της φορολογικής αρχής που είναι ακόμα εκκρεμείς στα φορολογικά δικαστήρια.
Δεύτερον: Ο ποινικός δικαστής μπορεί να ανεχθεί τη μετατροπή των σχετικών αδικημάτων σε διαρκή. Ξέρει ότι πρέπει να αντιμετωπίσει ένα πολύ σύνθετο πρόβλημα. Αν αναμείνει την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και προσθέσει και το γενικό φορτίο της ποινικής δικαιοσύνης, τότε μπορεί ο διάδικος που οφείλει να απολογηθεί ενώπιόν του να του διαφύγει μέσα από πολλαπλούς μηχανισμούς παράλληλης παραγραφής. Αλλά αυτή η ανοχή μέχρι ποιο σημείο;
Μήπως υπάρχει ο κίνδυνος να εκχωρήσει έτσι την κρίση του ή το ουσιαστικό μέρος της κρίσης του για τον κατηγορούμενο στα όργανα της δημόσιας διοίκησης;
Τρίτο: Ενεργοποιήθηκε η αυτόφωρη διαδικασία. Και σε ορισμένες φάσεις της πρόσφατης πολιτικής μας ιστορίας εντατικοποιήθηκε. Υπήρξαν δικαστικές αποφάσεις που την έκριναν αντισυνταγματική. Μερικές έχουν δημοσιευθεί, αρκετές όχι. Δεν έχω μια γενική αντίρρηση για την αυτόφωρη διαδικασία. Αλλά μόνο σε υποθέσεις που το αντικείμενο της απόδειξης είναι απλό. Και επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να ανταποδείξει τους ισχυρισμούς του και τις ενστάσεις του. Οι επικοινωνιακές λογικές πρέπει να μείνουν μακριά από τη φορολογική ποινική δικαιοσύνη.
Τέταρτο: Χωλαίνει η απόδειξη στις φορολογικές ποινικές αποδείξεις. Δεν αρκεί να έχουμε βεβαιωμένες οφειλές προς το Ελληνικό Δημόσιο. Απαιτείται η απόδειξη κι άλλων στοιχείων που δεν πρέπει να εξαρτώνται αποκλειστικά από την επιμέλεια του κατηγορούμενου πολίτη. Δεν μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη η χρονική απόσταση ανάμεσα στη γέννηση τη φορολογικής υποχρέωσης και στη βεβαίωση της οφειλής της. Η κρίση επέλασε ραγδαία. Ανέτρεψε προσδοκίες, προγραμματισμούς και δυνατότητες μέσα σε πολύ μικρό διάστημα. Ο ποινικός δικαστής θα μείνει ασυγκίνητος; Χωρίς μάλιστα να μεταστεί σε έναν άτυπο φιλάνθρωπο Υπουργό Οικονομικών.
Πέμπτο: Ο ρόλος του ποινικού νομοθέτη και του εφαρμοστή - που είναι αποκλειστικά και μόνο ο δικαστής - διατρέχεται από μια βασική αρχή που ισχύει στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο και στο σύγχρονο νομικό πολιτισμό. Το ποινικό δίκαιο από τη φύση του είναι αποσπασματικό. Δεν έχει τον ολιστικό χαρακτήρα άλλων κλάδων του δικαίου. Από μόνο του δεν μπορεί να διαμορφώσει φορολογική συνείδηση στους πολίτες. Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η ποινική αποδοκιμασία ως γενικοπροληπτικό μέσο. Υπερτερεί και κυριαρχεί η ειδική πρόληψη έναντι των άλλων σκοπιμοτήτων. Ο ποινικός δικαστής δεν είναι ο μπαμπούλας της ελληνικής κοινωνίας. Η δημιουργία φορολογικής συνείδησης των πολιτών εξαρτάται από μια σειρά άλλους παράγοντες που είναι πιο αποφασιστικοί. Όπως η απλότητα των φορολογικών νόμων. Όπως η δραστικότητα και η ποιότητα των φορολογικών αρχών. Όπως η ποιότητα και αποτελεσματικότητα του δημόσιου βίου συνολικά.
Μία σκέψη ως υστερόγραφο: Είχαμε στην πράξη για πολλά χρόνια την παράλληλη λειτουργία δύο θεσμών. Την προσωποκράτηση για τα χρέη προς το Δημόσιο και το μικρό σε έκταση και όχι εντυπωσιακό φορολογικό ποινικό δίκαιο. Στα πρώτα τριανταπέντε χρόνια της Μεταπολίτευσης είχαμε μια σειρά μεγάλων ανατροπών που ενίσχυσαν το θεσμό του κράτους δικαίου και στο θέμα που συζητάμε. Παλιά, ενθυμούμαι τη δύναμη του εφόρου να διατάζει την προσωποκράτηση οποιουδήποτε πολίτη για χρέη του προς το Δημόσιο. Χωρίς τη διαμεσολάβηση της δικαστικής αρχής. Δε χρειάστηκε να τρέξει πολύ νερό στο αυλάκι για να εκδοθούν δικαστικές αποφάσεις που έκριναν την προσωποκράτηση για χρέη προς το δημόσιο αντισυνταγματική με τη διαδικασία αυτή. Ο νομοθέτης έσπευσε κι έδωσε την αρμοδιότητα στα διοικητικά δικαστήρια. Πριν κλείσει ο 20ος αιώνας διαμορφώθηκε ένας θεσμικός ανταγωνισμός ανάμεσα στον Άρειο Πάγο και στο ΣτΕ. Διάφορα τμήματα του ΣτΕ έκριναν το θεσμό της προσωποκράτησης αντισυνταγματικό. Ο Άρειος Πάγος δεν ακολούθησε την ίδια πορεία. Κάπου προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας οι Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων μας κατέληξαν σε αντίθετες κρίσεις. Το πρόβλημα πλέον τέθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Που κατέληξε στην κρίση erga omnes ότι η προσωποκράτηση για χρέη προς το Δημόσιο είναι αντισυνταγματική. Με αξιοσημείωτη μειοψηφία. Έχουν τεράστιο συμβολισμό ορισμένες ημερομηνίες:
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο συνεδρίασε στις 18 Νοεμβρίου 2009. Τότε πολύ λίγοι ήσαν υποψιασμένοι για το δημόσιο ξέσπασμα της κρίσης. Η διάσκεψη έλαβε χώρα στις 2 Δεκεμβρίου του 2009. Ο τότε πρωθυπουργός δεν είχε προλάβει να πάει ακόμα στο Νταβός για να πληροφορηθεί την πραγματικότητα. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 2010. Κάπου ανάμεσα στο Νταβός και στο Καστελόριζο. Μετά από λίγους μήνες βυθιστήκαμε στην εντατικοποίηση της χρήσης της φορολογικής ποινικής δικαιοσύνης. Έτσι είναι τα πράγματα. Άλλοτε η νομολογία προηγείται του νομοθέτη. Άλλοτε τον ακολουθεί. Καμιά φορά τον φρενάρει. Αυτή είναι η μεγάλη ιστορική αλήθεια. Ο νομικός πολιτισμός είναι ένα σημαντικό κομμάτι του συνολικού δημόσιου βίου κάθε χώρας.
Ποια είναι, τελικά, τα δικαιοπολιτικά όρια της φορολογικής ποινικής δικαιοσύνης; Η αποσπασματική απάντηση δεν είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η γενική και συνολική απάντηση χρειάζεται το στοχασμό του ιστορικού. Ποια είναι τα όρια; Η γνήσια δύναμη ενός λαού να επιβιώσει ιστορικά.
|