Ο φίλος, ένα από τα πιο σοβαρά πρόσωπα που συναντά κάποιος στο Ηράκλειο. Του ανέφερα ότι κάτι ψάχνω. Το πλαίσιο και το στόχο. Ατάκα και η πρόσκλησή του. «Έλα στις Ποταμιές». Στο χωριό του. Για την ακρίβεια στο χωριό της μάνας του. «Στο μοναστήρι της Παναγιάς της Γκουβερνιώτισσας». Το έκτισε ο Νικηφόρος Φωκάς. Διώχνοντας τους Σαρακηνούς και τους Άραβες, εγκατέστησε εκεί το «κυβερνείο» του για να ελέγχει την περιοχή. Απ΄ αυτό πήρε και το μοναστήρι το όνομά του.
Το Σάββατο το απόγευμα, προχθές, ο ήλιος είχε τα κέφια του. Σε όλη την Κρήτη. Το φως του άστραφτε παντού. Και απ΄ αυτό το φως έβγαινε μια ζεστασιά. Που τ΄ αγκάλιαζε όλα. Κι ένα ανερμήνευτο μυστήριο. Που έδινε σ΄ όλα μια διαφορετική ταυτότητα. Που κανείς μας δεν μπορούσε να υπογράψει. Οι Ποταμιές, από τα πιο όμορφα χωριά του νησιού μας. Πνίγεται στο πράσινο, στο νερό και στις μυρουδιές. Το μοναστήρι λίγο πριν φτάσουμε στο χωριό. Εκεί ο φίλος μου και μερικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του οργανισμού, που ανέσυρε από τη σκουριά της λησμοσύνης το μοναστήρι.
Βλέπαμε και ακούγαμε. Όλη η μικρή παρέα μου. Δε χορταίναμε τις εικόνες, ρουφούσαμε τα λόγια. Ο ναός σχεδόν ολοκληρωμένος. Οι τοιχογραφίες ξαναπήραν την αρχική τους μορφή. Όσο επέτρεψε ο χρόνος. Από το δέκατο τέταρτο αιώνα. Ένας επιβλητικός «Παντοκράτορας» στον τρούλο. Αυστηρή, διαπεραστική και στοχαστική η ματιά του. Σαν να μην μπορούσε να ξεφύγει το παραμικρό.
Εξίσου εντυπωσιακή και η πρωτοβουλία λίγων ανθρώπων. Ιδιώτες όλοι τους. Πήραν ένα στάβλο και έναν παραμελημένο ναό. Και τον αναδεικνύουν ως ιστορικό μνημείο.
Νέα Κρήτη,τα Καθημερινά, Δευτέρα 27.10.2014
|