Â
Â
Τους αποχαιÏετοÏσα κάθε βÏαδυ. Συνήθως φεÏγω αÏγά από τη δουλειά. Και τους χαιÏετοÏσα νωÏίς το Ï€Ïωί.  ΠÏÎ¿Ï„Î¿Ï Î³ÎµÎ¼Î¯ÏƒÎµÎ¹ η πόλη με βουητά και ανθÏώπους. Σπάνια μου γνεÏανε. ΠεÏισσότεÏο Ï€Ïόσεχαν μην ήμουν κάποιος από τους πεÏαστικοÏÏ‚, Îτοιμος και γω για πεÏιφÏονητικÎÏ‚ κουβÎντες και δισÏλλαβες βÏισιÎÏ‚ και αποδοκιμασίες. Είχανε βÏει μια γωνιά. Μία εσοχή. ΜπÏοστά σε Îνα μαγαζί που νοικάÏης το είχε εγκαταλείψει άτακτα. Και τα είχε αφήσει όλα παÏατημÎνα. Το νοίκι ήταν ψηλό. Και οι πεÏαστικοί είχαν λιγοστÎψει. Και πιο σπάνια, σταματοÏσαν για καφÎ.
Â
Ήταν Ï€Ïονομιακή αυτή η γωνιά. Δεν τη βαÏοÏσαν αγÎÏηδες Ï„ÏιγÏÏω. Το δάπεδο ήταν στÏωμÎνο με ξÏλα. Σαν πατάÏι, μία και το Îδαφος ήταν κατηφοÏικό. Οι άστεγοι είχαν εγκατασταθεί τον Ï€ÏοηγοÏμενο ΣεπτÎμβÏιο. Και σαν χειμώνιασε, μάζευαν Ï€Ïαμάτεια από τους γÏÏω σκουπιδοτενεκÎδες και κάδους. Σαν να κατάφεÏαν να φτιάξουν Îνα Ï€ÏόχειÏο δικό τους νοικοκυÏιό. Από ανάμνηση ή φαντασία.
Τις Ï„Ïεις τελευταίες μÎÏες κάποιος ξεκάÏφωσε τις τάβλες του παταÏιοÏ. Την Ï€Ïώτη μÎÏα Îλειψαν Ï„ÎσσεÏις Ï€Îντε σανίδες. Εμείς οι πεÏαστικοί νομίσαμε πως αυτό ήταν τυχαίο. Ή πως κάποιος άλλος ¨άστεγος¨ μάζευε ξÏλα για Ï€ÏόχειÏη φουφοÏ. Ή Ï€ÏοσπαθοÏσε και αυτός να στήσει το δικό καλÏβι. Την Ï„Ïίτη μÎÏα καταλάβαμε τι Ï€Ïαγματικά είχε γίνει. Κάποιος από τη διπλανή πολυκατοικία ξεκάÏφωσε όλο το πατάÏι. Και σκόÏπισε στο δÏόμο όλο το Ï€ÏόχειÏο νοικοκυÏιό. Τα σκουπίδια μας ξαναγÏÏισαν από εκεί που πάÏθηκαν. Στους μεγάλους κάδους του Δήμου.
Â
Τους άστεγους της απÎναντι γωνιάς τους συνάντησα χθες το βÏάδυ. Λίγο πιο κάτω. Στο σκεπασμÎνο Ï€ÏοαÏλιο της Îομικής Σχολής. Τα Ï€Ïόσωπά τους ήτανε πιο στεγνά. Πιο σκαμμÎνα. Και πιο μαυÏισμÎνα.
ÎÏ„Ïάπηκα! Από ανημποÏιά !
ÎÎα ΚÏήτη, τα ΚαθημεÏινά, Î Îμπτη 14.2.2013
Â
|